ακτινόμετρο

ακτινόμετρο
το
(φυσ.), όργανο με το οποίο μετριέται η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακτινόμετρο — Όργανο για την ποιοτική και ποσοτική μέτρηση της φωτεινής ακτινοβολίας, κυρίως όμως των υπέρυθρων ακτίνων. Αποτελείται από μια γυάλινη αερόκενη φιάλη που στο εσωτερικό της έχει στρεπτό κατακόρυφο άξονα εφοδιασμένο με ένα σύστημα μεταλλικών… …   Dictionary of Greek

  • ραδιόμετρο — Bλ. λ. ακτινόμετρο. * * * το, Ν φυσ. το ακτινόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiometer (< λατ. radius «ακτίνα» + μέτρο)] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ακτινομετρώ — ( άω) [ακτινόμετρο] υπολογίζω, μετρώ την ηλιακή ακτινοβολία με τη βοήθεια τού ακτινομέτρου* …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μικροακτινόμετρο — το τεχνολ. ακτινόμετρο το οποίο χρησιμοποιείται σε μετρήσεις ακτινοβολίας πολύ μικρή έντασης …   Dictionary of Greek

  • φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”